- απισχναινω
- ἀπισχναίνωἀπ-ισχναίνωделать худым, тощим, истощать Arst.; med. худеть, тощать
(κατὰ τὸ σῶμα Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κατὰ τὸ σῶμα Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απισχναίνω — ἀπισχναίνω κ. ἀπισχνῶ ( όω) (Α) λεπταίνω, αδυνατίζω κάποιον ή κάτι … Dictionary of Greek
απίσχνανση — Κατάσταση κατά την οποία παρατηρείται σημαντική ελάττωση ή και εξαφάνιση του λιπώδους ιστού του ατόμου· συνοδεύεται πάντα από σημαντική απώλεια βάρους. Η α. μπορεί να οφείλεται σε υποσιτισμό (τροφική α.), σε διαταραχές της πέψης και της… … Dictionary of Greek